σάρκωση

σάρκωση
σάρκωση η
воплощение:

η σάρκωση του Λόγου — воплощение Слова (Бога Слова Господа Иисуса Христа)


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σάρκωση" в других словарях:

  • σάρκωση — η / σάρκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σαρκῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαρκώνω, σαρκοπλασία νεοελλ. μσν. εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) ενσάρκωση αρχ. 1. σαρκώδες βλάστημα στη μύτη, σάρκωμα 2. πολυσαρκία …   Dictionary of Greek

  • σάρκωση — η 1. ανάπτυξη σάρκας, σαρκοφυΐα. 2. ενσάρκωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παυλιανισμός — ὁ, Μ τα δόγματα και η αίρεση τών Παυλι(κι)ανών, η αίρεση τού Παύλου τού Σαμοσατέως κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα, η οποία δεχόταν την ύπαρξη δύο θεών, αγαθού και κακού, απέρριπτε την τριαδικότητα τού Θεού και την πραγματική σάρκωση τού Χριστού και… …   Dictionary of Greek

  • συσσαρκώνομαι — συσσαρκοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σαρκοῦμαι, ώνομαι] (ιδίως για τραύμα) καλύπτομαι ολόγυρα με σάρκα, ενώνομαι με σάρκα, θρέφω μσν. (σπαν. ενεργ.) συσσαρκῶ, όω κάνω κάτι να καλυφθεί με σάρκα ολόγυρα αρχ. συνδέομαι με σάρκωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»